- καλλίγυναιξ
- καλλί-γυναιξ, only acc. καλλιγύναικα: with beautiful women, epith. of Hellas, Achaea, Sparta.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
καλλιγύναιξ — καλλιγύναιξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) τόπος που έχει ωραίες γυναίκες («Ἑλλάδα καλλιγύναικα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γύναιξ (< θ. γυναικ τού γυνή, πρβλ. γεν. γυναικ ός), πρβλ. ημι γύναιξ, φιλο γύναιξ … Dictionary of Greek
καλλιγύναιξ — καλλιγύναιξ% 2 masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγύναικα — καλλιγύναιξ% 2 masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγύναικας — καλλιγύναιξ% 2 masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγύναικι — καλλιγύναιξ% 2 masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλιγύναικος — καλλιγύναιξ% 2 masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek